- ανατυλίσσω
- ἀνατυλίσσω (Α)1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνατυλίξωμεν — ἀνατυλίσσω unroll aor subj act 1st pl ἀνατυλίσσω unroll aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατυλίττεις — ἀνατυλίσσω unroll pres ind act 2nd sg (attic doric aeolic) ἀνατυλίσσω unroll pres ind act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατυλίττων — ἀνατυλίσσω unroll pres part act masc nom sg (attic) ἀνατυλίσσω unroll pres part act masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατυλίξας — ἀνατυλίξᾱς , ἀνατυλίσσω unroll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀνατυλίξᾱς , ἀνατυλίσσω unroll aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανειλέω — ἐπανειλέω (Α) ανατυλίσσω, εκτυλίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. είλω] … Dictionary of Greek